- στοιχειωματικός
- -ή, -όν, ΜΑ [στοιχείωμα, -ατος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σημεία τού ζωδιακού κύκλου2. (κυρίως το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ στοιχειωματικοίαυτοί που μαντεύουν την τύχη ενός προσώπου κατά τη γέννηση του εξετάζοντας και ερμηνεύοντας τα αστρολογικά ζώδια («Ἀπολλώνιος ὁ Τυανεὺς ἦν... στοιχειωματικός», Κλαύδ.).
Dictionary of Greek. 2013.